λουγδούνιος

λουγδούνιος
-α, -ο
1. λουγδουνικός
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λουγδούνιος, η Λουγδούνια
ο κάτοικος τού Λουγδούνου ή αυτός που κατάγεται από το Λούγδουνο
3. φρ. «λουγδούνιος κώδικας» — πολύτιμο χειρόγραφο τής βιβλιοθήκης τής Λυόν που περιέχει λατινική μετάφραση τής Πεντατεύχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λούγδουνον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωτιόρυγχος — (otiorrhynchus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των κουρκουχιονιδών, που αριθμεί μεγάλο αριθμό ειδών. Οι ω. είναι έντομα χωρίς φτερά. Μερικά από αυτά είναι πολύ βλαβερά για τα δέντρα και τους θάμνους επάνω στους οποίους ζουν. Το είδος ω. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”